- μειοδοτικός
- η , ό[ν] относящийся к самому экономичному, выгодному предложению;
μειοδοτική δημοπρασία — конкурс на самое экономичное предложение (при подрядах и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μειοδοτική δημοπρασία — конкурс на самое экономичное предложение (при подрядах и т. п.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μειοδοτικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μειοδοσία ή αυτός που αποβλέπει σε αυτήν 2. αυτός που γίνεται με μειοδοσία (α. «μειοδοτική δημοπρασία» β. «μειοδοτικός διαγωνισμός»). επίρρ... μειοδοτικώς και μειοδοτικά με μειοδοτικό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < … Dictionary of Greek
μειοδοτικός — ή, ό αυτός που γίνεται με μειοδοσία: Προκηρύχθηκε μειοδοτικός διαγωνισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δημοπρασία — Ορισμένος τρόπος διαπραγμάτευσης και σύναψης συμβάσεων, κατά παρέκκλιση από τις συνηθισμένες συναλλακτικές διαδικασίες, με σκοπό να εξασφαλιστούν καλύτεροι όροι δημοσιότητας, πιο εύλογο τίμημα ή αρτιότερη κατασκευή έργου. H δ. ονομάζεται… … Dictionary of Greek